- καταθαρρώ
- καταθαρρῶ, -έω (Μ)1. αποκτώ θάρρος2. δείχνω εμπιστοσύνη, εμπιστεύομαι κάτι σε κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταθαρρῶ — κατά θαρσέω to be of good courage pres subj act 1st sg (attic epic doric) κατά θαρσέω to be of good courage pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταθαρσώ — καταθαρσῶ, έω (AM, Α και αττ. τ. καταθαρρῶ) μσν. δίνω θάρρος αρχ. 1. έχω πεποίθηση, εμπιστοσύνη 2. κάνω κάποιον τολμηρό 3. φέρομαι τολμηρά και θαρραλέα εναντίον κάποιου 4. παθ. καταθαρσοῡμαι, έομαι (για έγγραφο) έχω βεβαίωση, κύρωση. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
κατατεθαρρηκότως — (Α) επίρρ. με πολύ θάρρος, με τόλμη, ευθαρσώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατατεθαρρηκώς, μτχ. παρακμ. τού ρ. καταθαρρώ] … Dictionary of Greek